- δύνασα
- δύ̱νᾱσα , δύω 2cause to sink: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δύνασα — δύ̱νᾱσα , δύω 2 cause to sink aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντείνω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυντείνω Α [τείνω] συμβάλλω, συντελώ σε κάτι (α. «οι προσπάθειες όλων πρέπει να συντείνουν στην ανόρθωση τής χώρας» β. «τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς», Αθηνί.) αρχ. 1. τείνω, τεντώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. εντείνω όλες τις… … Dictionary of Greek